εἰδωλόθυτον
From LSJ
German (Pape)
[Seite 725] τό, das einem Götzenbilde Geopferte, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
εἰδωλόθῠτον: τό, τὸ θυόμενον εἰς τὰ εἴδωλα· - εἰδωλόθυτα, τὰ ἀπομένοντα ἐκ τῶν θυσιῶν κρέατα, ἅπερ ἢ κατεβιβρώσκοντο κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς θυσίας ἢ ἐπωλοῦντο (ὑπὸ τῶν πτωχῶν ἢ φιλαργύρων) ἐν τῇ ἀγορᾷ, Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 29, Ἐπιστ. π. Κοριν. Α. η΄, 1, κλ.