ἐκτρέφω
English (LSJ)
A bring up from childhood, rear up, Hdt.1.122, A.Ch.750, etc.; ἐξέφυσε κἀξέθρεψέ με S.OT827; ἐκτεθραμμένοι σκύμνοι λεόντων true-bred... E.Supp.1222; of plants, τὸ ἐκτρέφον τὴν ῥίζαν Hdt. 1.193; ἐκτρέφει ἡ γῆ τὸ σπέρμα X.Oec.17.10; ποταμοῦ πνεῦμα τραχύτερον ἐκθρέψαντος Plu.2.357d:—Med., rear up for oneself, τινά h.Cer. 166; ἤνεγκα κἀξέσωσα κἀξεθρεψάμην, says the παιδαγωγός, S.El.13, cf. Fr.387, Pl.Lg.929a:—Pass., εἴ σοί τις υἱός ἐστιν ἐκτεθραμμένος Ar.Nu.796; ἐγένου τε καὶ ἐξετράφης Pl.Cri.50e, cf. Lys.19.8. II Med., of pregnant animals, nourish, [ζῷα] μεγάλα ἐντὸς ἐκθρέψωνται Pl.Ti.91d:—Act., bring to birth, τὰ κυήματα Arist.GA773a34.
German (Pape)
[Seite 783] aufziehen, großziehen; Aesch. Ch. 739; ὃς ἐξέφυσε κἀξέθρεψέ με Soph. O. R. 827; eben so das med., El. 13, wie H. h. Cer. 166. 121 (von der Amme); γεννῶντες καὶ ἐκτρέφοντες Plat. Legg. VI, 776 b; ἐγένου τε καὶ ἐξετράφης Crit. 50 e; im med., Tim. 91 d u. A. – Auch von Pflanzen, τὸ ἐκτρέφον τὴν ῥίζαν τοῦ σίτου, was der Wurzel Nahrung giebt, Her. 1, 193; τὸ σπέρμα, zur Reise bringen, Xen. Oec. 17, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτρέφω: μέλλ. -θρέψω, ἀνατρέφω ἐκ παιδικῆς ἡλικίας, ἀνατρέφω, Ἡρόδ. 1. 122, Αἰσχύλ. Χο. 750, κτλ.˙ ἐξέφυσε κἀξέθρεψέ με Σοφ. Ο. Τ. 827˙ ἐκτεθραμμένοι σκύμνοι λεόντων, γνησίως ὡς λέοντες ἀνατεθραμμένοι, Εὐρ. Ἱκ. 1222˙ ὡσαύτως ἐπὶ φυτῶν, τὸ ἐκτρέφον τὴν ῥίζαν Ἡρόδ. 1. 193˙ ἐκτρέφει ἡ γῆ τὸ σπέρμα Ξεν. Οἰκ. 17. 10˙ μεταφ., φροντὶς ἐκτρέφει πλοῦτον Σοφ. Ἀποσπ. 218: - Μέσ., ἀναλαμβάνω νὰ ἀναθρέψω, εἰ τόν γ’ ἐκθρέψαιο, καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμητρ. 166. 221˙ ἤνεγκα κἀξέσωσα κἀξεθρεψάμην, λέγει ὁ παιδαγωγός, Σοφ. Ἠλ. 13˙ ἄπλατον, ἀξύμβλητον ἐξεθρεψάμην ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 350. ΙΙ. παρ’ Ἀριστ. ἐπὶ ζῴων ἐν ἐγκυμοσύνῃ, κυοφορῶ, γεννῶ, τὰ κυήματα π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 5, 11, κ. ἀλλ.