ἐγχειρητής
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who undertakes, καινῶν ἔργων Ar. Av.257; πράξεως Ph.2.27: abs., Adam.Phgn.2.39.
German (Pape)
[Seite 713] ὁ, der Etwas angreift, Unternehmer, Ar. Av. 258 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχειρητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐπιχειρῶν τι, ὁ ἐπιλαμβανόμενός τινος, ῥιψοκίνδυνος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 257.