στρατοφύλαξ
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A commanding officer, Str.12.5.1, 15.1.46.
German (Pape)
[Seite 952] ακος, ὁ, Lagerwächter, Aufseher, Hüter des Lagers od. Heeres, Strab. XV.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ διοικῶν τὸν στρατόν, Στράβ. 567.