ἐξαγοράζω
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
German (Pape)
[Seite 861] aus-, aufkaufen; Plut. Crass. 2; παρά τινος, Pol. 3, 42, 2; loskaufen, D. Sic. 36, 1; auch im med., N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰγοράζω: ἀγοράζω τι παρά τινος, ἐξηγόρασε παρ’ αὐτῶν τά... πλοῖα Πολύβ. 3. 42, 2· ἀγοράζω καθ’ ὁλοκληρίαν, Πλουτ. Κράσσος 2: ― ἀπολυτρώνω, Διόδ. 36. 1· ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου Ἐπιστ. π. Γαλ. γ΄, 13· τροπικῶς ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τὸν καιρὸν ἐξαγοραζόμενοι, ποιούμενοι φρόνιμον καὶ συνετὴν χρῆσιν τοῦ καιροῦ, ἀποβλέποντες εἰς τὸ ἀγαθόν, Ἐπιστ. π. Κολ. δ΄, 5· ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρὸν ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσιν Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. ε΄, 16· τὴν αἰώνιον κόλασιν ἐξαγοραζόμενοι, λυτρούμενοι ἑαυτοὺς τῆς αἰωνίου κολάσεως, Μαρτύρ. Πολυκ. 1032Α.