ἐξιάομαι
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
fut. -άσομαι, Ion. -ήσομαι:—
A cure thoroughly, Hdt.3.132,134, E.Rh.872, Ph.1.541; φόβους Pl.Lg.933c; πείνην ἢ δίψαν Id.Phlb.54e; make full amends for, τὴν βλάβην Id.Lg.879a; πόλεως ἅλωσιν E.El.1024.
German (Pape)
[Seite 881] aus-, d. i. gänzlich heilen, τινά, Eur. Rhes. 872; πόλεως ἅλωσιν, verhüten, El. 1024; eigtl. ἐξιησάμενος Δαρεῖον, Her. 3, 132. 134; πείνην, δίψαν, φόβους, stillen, Plat. Phil. 54 e Legg. XI, 933 c; τὴν βλάβην, wieder gut machen, IX, 879 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξιάομαι: μελλ. -άσομαι, Ἰων. -ήσομαι: Ἀποθ.: -ἰῶμαι, θεραπεύω τινὰ ἐντελῶς, ἐξιησάμενος Δαρεῖον Ἡρόδ. 3. 132, 134· φόβους Πλάτ. Νόμοι 933C· πείνην ἢ δίψαν ὁ αὐτὸς Φίληβ. 54Ε· ἐντελῶς ἱκανοποιῶ, παρέχω πλήρη ἀποζημίωσιν διά τι, αὐτὸς τὴν βλάβην ἐξιάσθω ὁ αὐτὸς ἐν Νόμοις 879Α, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 1024.