ἐπιπαρασκευάζομαι
From LSJ
English (LSJ)
A provide oneself with besides, X.Cyr.6.3.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπαρασκευάζομαι: παρασκευάζω, προμηθεύω προσέτι δι᾿ ἐμαυτόν, καὶ εἴ τίς τι ἐνδεόμενος γνοίη τοῦτο ἐπιπαρασκευάσαιτο Ξεν. Κύρ. 6. 3, 1.
Full diacritics: ἐπιπαρασκευάζομαι | Medium diacritics: ἐπιπαρασκευάζομαι | Low diacritics: επιπαρασκευάζομαι | Capitals: ΕΠΙΠΑΡΑΣΚΕΥΑΖΟΜΑΙ |
Transliteration A: epiparaskeuázomai | Transliteration B: epiparaskeuazomai | Transliteration C: epiparaskevazomai | Beta Code: e)piparaskeua/zomai |
A provide oneself with besides, X.Cyr.6.3.1.
ἐπιπαρασκευάζομαι: παρασκευάζω, προμηθεύω προσέτι δι᾿ ἐμαυτόν, καὶ εἴ τίς τι ἐνδεόμενος γνοίη τοῦτο ἐπιπαρασκευάσαιτο Ξεν. Κύρ. 6. 3, 1.