ἑσπερινός

From LSJ
Revision as of 11:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel

Menander, Monostichoi, 281

German (Pape)

[Seite 1043] = Folgdm, Xen. Lac. 12, 6; δόρπον Ath. I, 11 d; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑσπερινός: -ή, -όν, = τῷ ἑπομ. Ξεν. Λακ. 12. 6. - ἡ ἑσπερινὴ θυσία Ἑβδ. (Λευ. ΚΓ΄, 5, κλ.)· ἑσπερινὴ εὐχὴ Βασίλ. ΙΧ. 497C· σύναξις Θεόφιλ. Ἀλ. 33Β. 2) ὡς οὐσ., ὁ ἑσπερινὸς (ἐξυπ. ὕμνος) Γρηγέντ. 616Β. - Ἐν τῇ Λειτουργικῇ μέγας ἑσπερινός, καθ’ ὃν τελεῖται καὶ εἴσοδος καὶ μικρὸς ἑσπερινὸς ὁ συνήθης.