ἠπιοδίνητος
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
[δῑ], ον,
A softly-rolling, βλέφαρα AP5.249 (Paul. Sil.).
Greek (Liddell-Scott)
ἠπῐοδίνητος: ῑ, ον, ἡσύχως, γλυκὰ περιδινούμενος, βλέφαρα Ἀνθ. Π. 5. 250.