ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee
Full diacritics: καταστολίζω | Medium diacritics: καταστολίζω | Low diacritics: καταστολίζω | Capitals: ΚΑΤΑΣΤΟΛΙΖΩ |
Transliteration A: katastolízō | Transliteration B: katastolizō | Transliteration C: katastolizo | Beta Code: katastoli/zw |
A clothe, dress, Plu.2.65d (Pass.), Eun.Hist.p.248 D.
καταστολίζω: στολίζω, καθ’ ὑπερβολὴν μέχρι τοῦ φορτικοῦ στολίζω, κυρίως καὶ μεταφορ., καταστολιζόμενον καὶ ἀναπλαττόμενον ὡς ἄγαλμα βαρβαρικὸν Πλούτ. 2. 65D· κ. εἰς τὸ θαυμαζόμενον σχῆμα Εὐνάπ.