κροκάλη

From LSJ
Revision as of 09:57, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροκάλη Medium diacritics: κροκάλη Low diacritics: κροκάλη Capitals: ΚΡΟΚΑΛΗ
Transliteration A: krokálē Transliteration B: krokalē Transliteration C: krokali Beta Code: kroka/lh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A = κρόκη 11, AP7.479 (Theodorid.): pl., sea-shore, beach, E.IA210 (lyr.), AP7.651 (Euph.), 6.186 (Diocl.); κροκάλην . . ἠϊόνα ib.7.294 (perh. f.l. for ἠϊόνος) (Tull. Laur.): in late Prose, Agath.2.2.

German (Pape)

[Seite 1511] ἡ, abgerundeter, abgespülter Kiesel am Meeresufer, u. das Ufer selbst; παρὰ κροκάλαις Eur. I. A. 211; öfter in der Anth., wie Phani. 5 (VI, 299); παρ' ἠϊόνων κροκάλαισιν Iul. Diocl. 2 (VI, 186); Σικελική Agath. 57 (X, 14).

Greek (Liddell-Scott)

κροκάλη: ᾰ, ἡ, = κρόκη ΙΙ, Ἀνθ. Π. 7. 479· πληθ., «τὰς κρόκας, ὅ ἐστι τὰς αἰγιαλίτιδας ἄμμους αἳ λέγονται καὶ κροκάλαι» (Εὐστ. 855, 51)· παρὰ κροκάλοις δρόμον ἔχοντα Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 211, Εὐφορ. Ἐπ. 1, Ἀνθ. Π. 6. 186, κτλ.· κροκάλην... ἠϊόνα αὐτόθι 7. 294, ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ τοῦ ἠιόνος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κροκάλαι· ψῆφοι. ἀκταί. ἄμμος».