Κόλχος
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
English (LSJ)
ὁ, Colchian, Hdt.1.2, etc.:—Adj. Κολχικός, ή, όν, Colchian, Id.2.105:—poet. also Κόλχος
A στόλος A.R.4.485:—fem. Κολχίς, ίδος, Hdt.1.2 (but also Μηδείᾳ τῇ Κόλχῳ Pl.Euthd.285c): as Subst. Κολχίς (sc. γῆ), Colchis, Hdt.1.104, etc.; (sc. γυνή) E.Med. 132 (anap.).