λικνίτης
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
English (LSJ)
[ϝῑ], ου, ὁ, god
A of the λίκνον, epith. of Dionysus, Orph.H.46.1, 52.3, Plu.2.365a:—fem. λικν-ῖτις, τροφή S.Ichn.269.
German (Pape)
[Seite 47] ὁ, Beiname des Bacchus, s. λικνοφόρος, Orph. H. 45. 53, vgl. Plut. Is. et Os. 35.
Greek (Liddell-Scott)
λικνίτης: [νῑ], ου, ὁ, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου (ἴδε ἐν λ. λίκνον), Ὀρφ. Ὕμ. 45. 1., 51. 3, Πλούτ. 1. 365Α· πρβλ. Serv. εἰς Οὐερ. Γεωπ. 1. 166 καὶ ἴδε λικνοφόρος.