μονόρρυθμος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A of solitary kind, μ. δόμοι houses dwelt in by one only, A.Supp. 961.
Greek (Liddell-Scott)
μονόρρυθμος: -ον, ἰδιόρρυθμος, δόμος μ., οἰκία ὑφ’ ἑνὸς μόνου κατοικουμένη, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 961.
Full diacritics: μονόρρυθμος | Medium diacritics: μονόρρυθμος | Low diacritics: μονόρρυθμος | Capitals: ΜΟΝΟΡΡΥΘΜΟΣ |
Transliteration A: monórrythmos | Transliteration B: monorrythmos | Transliteration C: monorrythmos | Beta Code: mono/rruqmos |
ον,
A of solitary kind, μ. δόμοι houses dwelt in by one only, A.Supp. 961.
μονόρρυθμος: -ον, ἰδιόρρυθμος, δόμος μ., οἰκία ὑφ’ ἑνὸς μόνου κατοικουμένη, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 961.