ἰδιόρρυθμος
English (LSJ)
ἰδιόρρυθμον, = ἰδιότακτος, Hsch.: Glossaria on αὐθέκαστος, Thom.Mag.p.25 R.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιόρρυθμος: -ον, ὁ κατ᾿ ἴδιον ῥυθμόν, ἴδιον τρόπον βιῶν, ὁ ζῶν ὡς αὐτὸς ἀρέσκεται νὰ ζῇ, Μαρκ. Ἐρημ. 1036D· ἰδιότροπος, Εὐστ. Πονημάτ. 64· 63, = αὐθέκαστος, Θωμ. Μάγιστρ. 123. ΙΙ. = αὐτόνομος, Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 128. 20. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «ἰδιόρρυθμον· ἰδιότακτον».
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰδιόρρυθμος, -ον)
αυτός που έχει ιδιαίτερο τρόπο ζωής
νεοελλ.
ιδιότροπος, αλλιώτικος, παράξενος
νεοελλ.
μσν.
φρ. «ιδιόρρυθμα μοναστήρια» — τα μοναστήρια στα οποία οι μοναχοί επιτρέπεται να έχουν ατομική περιουσία και να τρώνε μόνοι στα κελλιά τους.
επίρρ...
ιδιορρύθμως και ιδιόρρυθμα (Μ ἰδιορρύθμως)
με ξεχωριστό, με ιδιαίτερο τρόπο ζωής
νεοελλ.
παράξενα, ιδιότροπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -ρρυθμος (< ρυθμός), πρβλ. έκ-ρυθμος. ταχύ-ρρυθμος].
German (Pape)
von eigentümlicher Lebensweise, Sp.; Hesych. erkl. ἰδιότακτος.