νοσώδης
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
ες,
A sickly, ailing, Hp.Aph.7.67 (Comp.) ; τὰ ν., opp. τὰ ὑγιεινά, Pl.R.438e ; of persons, ib.406a ; ν. σῶμα, βίος, ib.556e, Lg. 734d ; τὸ ν. sickly condition, Plu.2.662f. II Act., unwholesome, pestilential, ἠήρ Hp.Aër.6 ; θέρος Arist.Pr.859b22 ; χωρίον Isoc.19.22 ; τόποι Arist.Top.115b20 ; of plants, Thphr.HP7.9.4 ; τὸ ν. Pl. Cri.47d : metaph., baneful, νοσῶδες τοῦτο τοῖς ἀμείνοσιν E.Supp.423 ; δράκων στίλβει νοσώδεις ἀστραπάς Id.Or.480. Adv. -ωδῶς Gal.9.393, 408 : correctly used only in Comp. acc. to Poll.3.105.
Greek (Liddell-Scott)
νοσώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἐν νοσηρᾷ καταστάσει, ἀντίθετ. τῷ ὑγιεινός, Ἱππ. Ἀφ. 1261, Πλάτ., κτλ.· ν, σῶμα, βίος Πλάτ. Πολ. 556Ε, Νόμ. 734D· τὸ ν., νοσηρὰ κατάστασις, Πλούτ. 2. 662F· - καθόλου, νοσηρός, ἐφθαρμένος, Πλάτ. Πολ. 408Β, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ., οὐχὶ ὑγιεινός, ἐπιβλαβής, ὀλέθριος, ὡς τὸ νοσηρός, ἀήρ Ἱππ. π. Ἀέρ. 283, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 406Α, Ἀριστ. Προβλ. 1. 8, 1· - μεταφορ., νοσῶδες τοῦτο τοῖς ἀμείνοσιν Εὐρ. Ἱκέτ. 423· δράκων στίλβει νοσώδεις ἀστραπὰς ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 480. Ἐπίρρ. -δῶς, ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ τοῦ Πολυδ. «τὸ γὰρ νοσοδῶς ἔχει τινὰ πρὸς τὴν ἀκοὴν δυσχέρειαν» Γ΄, 105.