Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
Full diacritics: νηκουστέω | Medium diacritics: νηκουστέω | Low diacritics: νηκουστέω | Capitals: ΝΗΚΟΥΣΤΕΩ |
Transliteration A: nēkoustéō | Transliteration B: nēkousteō | Transliteration C: nikousteo | Beta Code: nhkouste/w |
(νη-, ἀκούω)
A give no heed to, disobey, c. gen., οὐδ' Ἐνοσίχθων νηκούστησε θεᾶς Il.20.14.
νηκουστέω: (νη-, ἀκούω) δὲν ἀκούω, δὲν προσέχω, παρακούω, μετὰ γενικ., οὐδ’ Ἐνοσίχθων νηκούστησε θεᾶς Ἰλ. Υ. 14.