παριστορέω
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English (LSJ)
A inquire by the way, Cic. Att.6.1.25. II narrate or notice incidentally, Placit. 2.24.4, Dam.Pr. 123.
German (Pape)
[Seite 524] 1) dabei, beiläufig erfragen, erzählen, Schaef. Schol. Par. Ap. Rh. 2, 160. – 2) falsch erzählen, Plut. plac. phil. 2, 24, oder richtiger = 1.
Greek (Liddell-Scott)
παριστορέω: ἐν παρόδῳ ἐρωτῶ ἢ ἐρευνῶ, Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 1, 25. ΙΙ. διηγοῦμαι ἢ παρατηρῶ ἐν παρόδῳ, Πλούτ. 2. 891Α, Ἄννα Κομν. 1. 186. 2) ψευδῶς διηγοῦμαι, μή τις οἰέσθω παριστορεῖν ἡμᾶς τὰ κατὰ τούτους τοὺς χρόνους Θεοφυλ. Σιμ. Ἱστ. 174C.