προσλεύσσω
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
English (LSJ)
A look on or at, c. acc., S.Aj.546, 1044; ὄψις ἐφίμερος προσλεύσσειν Id.OT1376: abs., Id.Ph.1068, etc.
German (Pape)
[Seite 772] ansehen, anschauen; absolut, Soph. Phil. 1057; c. accus., Ai. 542. 1023.
Greek (Liddell-Scott)
προσλεύσσω: βλέπω πρός τι, προσβλέπω, μετ’ αἰτ., Σοφ. Αἴ. 546, 1044, Ο. Τ. 1376, κτλ.· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1068, κτλ.