συγκεντέω
From LSJ
English (LSJ)
A pierce together, stab at once, Hdt.3.77, Plb.4.22.11, LXX 2 Ma.12.23:—Pass., ἔμελλε συγκεντηθήσεσθαι Hdt.6.29; cf. συνακοντίζω.
German (Pape)
[Seite 967] zusammenstechen, niederstechen; Her. 3, 77; ἔμελλε συγκεντηθήσεσθαι, 6, 29; Pol. 4, 22, 11 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
συγκεντέω: κεντῶ ὁμοῦ, διατρυπῶ συγχρόνως, Λατ. telis confodere, Ἡρόδ. 3. 77, Πολύβ. 4. 22, 11, κτλ.· ― Παθ. ἔμελλε συγκεντηθήσεσθαι Ἡρόδ 6, 29· πρβλ. συνακοντίζω.