προσχρῄζω
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
Ion. προσ-χρηΐζω,
A require or desire besides, c. gen., τυραννίδος οὐδεμιῆς π. Hdt.5.11, cf. 18; οὐδὲ σοῦ προσχρῄζομεν S.Ph.1055: c. gen. pers. et inf., προσχρηΐζω ὑμέων πείθεσθαι Μαρδονίῳ I request you to listen to him, Hdt.8.140.β: c. inf. only, τί προσχρῄζων μαθεῖν; S.OT1155, cf. OC1168: in poetry with inf. understood, πᾶν ὅπερ προσχρῄζετε (sc. πυθέσθαι) πεύσεσθε A.Pr.641, cf.787, S.OC520, 1160, 1202.
German (Pape)
[Seite 789] ion. προσχρηίζω, noch dazu oder obendrein bedürfen, begehren, verlangen; πᾶν, ὅπερ προσχρῄζετε, πεύσεσθε, Aesch. Prom. 644, vgl. 789; τί προσχρῄζων μαθεῖν; Soph. O. R. 1155, vgl. O. C. 1162. 1170; τινός, Phil. 1044; mit dem gen. der Sache, Her. 5, 11. 18; auch mit dem gen. der Person, προσχρηΐζω ὑμέων πείθεσθαι Μαρδονίῳ, ich bitte euch noch dazu, dem M. zu gehorchen, 8, 140, 2; Sp. ion. προσχρηίζω, noch dazu oder obendrein bedürfen, begehren, verlangen; πᾶν, ὅπερ προσχρῄζετε, πεύσεσθε, Aesch. Prom. 644, vgl. 789; τί προσχρῄζων μαθεῖν; Soph. O. R. 1155, vgl. O. C. 1162. 1170; τινός, Phil. 1044; mit dem gen. der Sache, Her. 5, 11. 18; auch mit dem gen. der Person, προσχρηΐζω ὑμέων πείθεσθαι Μαρδονίῳ, ich bitte euch noch dazu, dem M. zu gehorchen, 8, 140, 2; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσχρῄζω: μέλλ. -ῄσω· Ἰων. -χρηίζω· μέλλ. ηίσω. Ἔχω χρείαν προσέτι χρειάζομαι ἐπὶ πλέον, μετὰ γεν., τυρρανίδος οὐδεμιῆς πρ. Ἡρόδ. 5. 11, πρβλ. 18· οὐδὲ σοῦ προσχρῄζομεν Σοφ. Φιλ. 1055· μετὰ γεν. προσ. καὶ ἀπαρ., προσχρηίζω ὑμέων πείθεσθαι Μαρδονίῳ, ἀπαιτῶ παρ’ ὑμῶν νὰ ὑπακούητε..., Ἡρόδ. 8. 140, 2· μετὰ μόνου ἀπαρ., τί προσχρῄζων μαθεῖν; Σοφ. Ο. Τ. 1155, πρβλ. Ο. Κ. 1168· οὕτω παρὰ ποιηταῖς, ὅταν συντάσσηται μετὰ μόνου ἀπαρ., δυνάμεθα εὐκόλως νὰ ὑπονοήσωμεν ἀπαρ., πεύσεσθε πᾶν ὅπερ προχρῄζετε (ἐξυπ. πυθέσθαι) Αἰσχύλ. Πρ. 641, πρβλ. 787, Σοφ. Ο. Κ. 520, 1160, 1202.