Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
Full diacritics: συνεξορθιάζω | Medium diacritics: συνεξορθιάζω | Low diacritics: συνεξορθιάζω | Capitals: ΣΥΝΕΞΟΡΘΙΑΖΩ |
Transliteration A: synexorthiázō | Transliteration B: synexorthiazō | Transliteration C: syneksorthiazo | Beta Code: sunecorqia/zw |
A excite together, φόβῳ (s.v.l.) Plu.2.998e.
συνεξορθιάζω: ἐξορθριάζω ὁμοῦ, συνδιεγείρω, «σκόπει δὲ καὶ τὴν ἐν τῇ τραγῳδία Μερόπην... ὅσον ἐν τῷ θεάτρῳ κίνημα ποιεῖ συνεξορθιάζουσα φόβῳ» Πλούτ. 2. 998Ε.