εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
τοὐπίσω: κατ’ Ἀττικ. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ὀπίσω, Εὐρ. Ἀποσπ. 50, Θουκ. 4. 4, κλπ.