Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
subs.
P. and V. φόβος, ὁ. ἔκπληξις, ἡ, ὀρρωδία, ἡ, δεῖμα, τό, δέος, τό, V. τάρβος, τό, τρόμος, ὁ (also Plat. but rare P.).