ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
[Seite 24] s. ἀγείρω.
ἀγρόμενος: συγκεκομ. μετοχ. παθ. ἀορ. τοῦ ἀγείρω.
part. ao.2 Moy. syncopé de ἀγείρω.