Αὐτομέδων

From LSJ
Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek (Liddell-Scott)

Αὐτομέδων: -οντος, ὁ, ὁ αὐτὸς ἑαυτὸν κυβερνῶν, ὄνομα τοῦ ἡνιόχου τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. ― κλητ. ὦ Αὐτόμεδον, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 157.

French (Bailly abrégé)

οντος (ὁ) :
Automédon :
1 cocher d’Achille;
2 autres.
Étymologie: αὐτός, μέδω.