ἐπικραιαίνω
German (Pape)
[Seite 952] ep. = Folgdm; οὐδ' ἄρα πώ οἱ ἐπεκραίαινε Κρονίων Il. 2, 419, er erfüllte, gewährte es nicht; νῦν μοι τόδ' ἐπικρήηνον ἐέλδωρ 1, 455 u. öfter; vgl. Callim. Dian. 40.
French (Bailly abrégé)
impf. 3ᵉ sg. ἐπεκραίαινε, ao. impér. ἐπικρήηνον;
épq. c. ἐπικραίνω.
Étymologie: ἐπί, κραιαίνω.