ἐέλδωρ
From LSJ
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
English (LSJ)
Epic for ἔλδωρ (wish, longing, desire).
Spanish (DGE)
ἐέλδωρ, -ορος, τό
• Alolema(s): ἔλδωρ Hdn.Gr.2.770, 938
deseo τόδε μοι κρήηνον ἐέλδωρ Il.1.41, 504, cf. 455, 8.242, 16.238, Od.3.418, 17.242, 23.54, Hes.Sc.36, h.Ven.222, ἐσθλὸν προδεδεγμένον ἐέλδωρ Ibyc.37(b), cf. A.R.1.282, Q.S.7.482, 13.527, Orph.L.333, Gr.Naz.M.37.501, Cod.Vis.Pat.12
•c. gen. subj. πρίν γε τὸ Πηλεΐδαο τελευτηθῆναι ἐ. Il.15.74, πατρὸς ἐέλδωρ Nonn.Par.Eu.Io.6.39, μητρὸς ... ἐέλδωρ Gr.Naz.M.37.1003.
German (Pape)
[Seite 717] ep. = ἔλδομαι, ἔλδωρ.
French (Bailly abrégé)
épq. ἐέλδωρ (τό) :
seul. nom. et acc. sg.
souhait, désir.
Étymologie: ἔλδομαι ; ἐέλδωρ de ἐϜέλδωρ, de *Ϝέλδομαι avec ἐ- prosth.