κακόξεινος
From LSJ
διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
German (Pape)
[Seite 1301] ion. = κακόξενος, im comparat. κακοξεινώτερος Od. 20, 376, unglücklicher mit seinen Gästen, schlechtere Gäste habend.
French (Bailly abrégé)
ion. c. κακόξενος;
Cp. κακοξεινότερος.