τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
πλῆντο: γ΄ πληθ. Ἐπικ. ἀορ. παθ. τοῦ τε πίμπλημι καὶ τοῦ πελάζω.
3ᵉ pl. ao.2 Pass. épq. de πίμπλημι.