ζωάγρια
English (LSJ)
ων, τά, (ζωός, ἀγρέω, orig.
A ransom paid for a prisoner taken alive) reward for life saved, ζωάγρι' ὀφέλλεις Od.8.462; δῶρα λάμψονται ζωάγρια Κροίσου Hdt.3.36; Θέτι . . ζωάγρια τίνειν Il.18.407, cf. Call.Fr.162, AP6.220.15 (Diosc.); rare in Prose, Demetr.Lac. Herc.1014.49; also, offerings to Aesculapius and other gods for recovery from illness, IG14.967a5: c. gen., νούσων ibid.; ζ. ἀποθύειν Ael.NA11.31: sg. in Orac. ap. Plu.Arat.53—a form ζώγρια, τά, Suid.—Adj. ζωάγριος, ον, ζ. μοι χάριτας ὀφλήσεις you will owe me thanks for a life saved, Babr.50.15.
Greek (Liddell-Scott)
ζωάγρια: -ων, τά, (ζωός, ἀγρεύω), ἀμοιβὴ τῆς διασώσεως τῆς ζωῆς, ζωάγρι’ ὀφέλλειν Ὀδ. Θ. 462· δῶρα λάμψονται ζωάγρια Κροίσου Ἡρόδ. 3. 36· ὡσαύτως, ὡς τὸ θρεπτήρια, ἀμοιβὴ τῆς διατροφῆς τινος, Θέτι.. ζωάγρια τίνειν Ἰλ. Σ. 407, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 162, Ἀνθ. Π. 6. 200· ὡσαύτως θυσίαι εἰς τὸν Ἀσκληπιὸν καὶ ἄλλους θεοὺς ἐπὶ διασώσει ἀπὸ ἀσθενείας, αὐτόθι παραρτ. 56, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 11. 31· μετὰ γεν. πράγμ., ζωάγρια μόχθων Ἀνθ. Π. 1. 12· ζ. νούσων αὐτόθι παραρτ. 55· - τύπος τις ζώγρια, τά, εὑρίσκεται παρὰ Σουΐδ. - Ὁ ἑνικὸς ἀπαντᾷ ἔν τινι χρησμῷ παρὰ Πλουτ. Ἀράτ. 53 (πρβλ. ζωγρέω ΙΙ)· καὶ ἐπίθετ. ζωάγριος Βάβρ. 50. 15, ζωαγρίους μοι χάριτας ὀφλήσεις, θὰ μοι ὀφείλῃς χάριτας διὰ τὴν διάσωσιν τῆς ζωῆς· οὕτως ἐν Νόνν. Ἰω. 15. 13, λύτρον ἑτάρων ζωάγριον.