ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
κέᾰται: κέᾰτο, Ἐπικ. γ´ πληθ. ἐνεστ. καὶ παρατ. τοῦ κεῖμαι.
3ᵉ pl. prés. ind. ion. de κεῖμαι.