ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
ιδοςadj. f;c. Μαγνητικός ; Μαγνῆτις λίθος, aimant.Étymologie: v. Μάγνης.
f. adj., 1of Magnesia in Thessaly. ἵπποισι Μαγνητίδεσσιν (P. 2.45)