νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
περάπτω (= περιάπτω) 1wrap round c. acc. & dat. γυίοις περάπτων πάντοθεν φάρμακα (P. 3.52)