περάπτω

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

English (Slater)

περάπτω (= περιάπτω) wrap round c. acc. & dat. γυίοις περάπτων πάντοθεν φάρμακα (P. 3.52)

Russian (Dvoretsky)

περάπτω: дор. = περιάπτω.