περάπτω

From LSJ

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source

English (Slater)

περάπτω (= περιάπτω) wrap round c. acc. & dat. γυίοις περάπτων πάντοθεν φάρμακα (P. 3.52)

Russian (Dvoretsky)

περάπτω: дор. = περιάπτω.