γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
ιδοςadj. f;c. Μαγνητικός ; Μαγνῆτις λίθος, aimant.Étymologie: v. Μάγνης.
f. adj., 1 of Magnesia in Thessaly. ἵπποισι Μαγνητίδεσσιν (P. 2.45)