φονός
From LSJ
Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian
English (LSJ)
ἡ,
A murderess, τὰν Πελίαο φονόν Pi.P.4.250 (φόνον codd.). II φονός, ή, όν, murderous, dub. in S.Ant.1003 (v. φονή 11).
English (Slater)
φονός ? (ἡ)
1 murderess Μήδειαν τὰν Πελίαο φονόν (Wackernagel, Kl. Schr., 1199, contra Schwyz., 2. 614: φόνον codd.) (P. 4.250)