στεροπά

From LSJ
Revision as of 12:38, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

English (Slater)

στεροπά
   1 lightning flash λαμπραὶ δ' ἦλθον ἀκτῖνες στεροπᾶς (P. 4.198) Κρονίδαν, βαρυόπαν στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανιν (P. 6.24) “υἱὸν χεῖρας Ἄρεί τ' ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ ἀκμὰν ποδῶν” (I. 8.37)

English (Slater)

στεροπά
   1 lightning flash λαμπραὶ δ' ἦλθον ἀκτῖνες στεροπᾶς (P. 4.198) Κρονίδαν, βαρυόπαν στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανιν (P. 6.24) “υἱὸν χεῖρας Ἄρεί τ' ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ ἀκμὰν ποδῶν” (I. 8.37)