γενέτειρα
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
fem. of γενετήρ,
A mother, Pi.N.7.2, CIG4132 (Galatia); late Prose, τροφὸς πάντων καὶ γ. ἡ γῆ Artem.1.79; ἀλήθεια γ. Plot.5.8.4. II daughter, Euph.84.4.
German (Pape)
[Seite 482] ἡ, Erzeugerin, Pind. N. 7, 2 u. sp. D. Bei Euphor. frg. 47 die Erzeugte, die Tochter.
Greek (Liddell-Scott)
γενέτειρα: θηλ. τοῦ γενετήρ, μήτηρ, Πίνδ. Ν. 7. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 4132, 4735· πρβλ, γένεσις VIII. II. θυγάτηρ, Εὐφορ. 47, ἴδε Meineke σ. 112.