Δελφίς
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
de Delphes.
Étymologie: Δελφοί.
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
ίδος
adj. f.
de Delphes.
Étymologie: Δελφοί.