Δελφίς
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
fem. of Δελφός, v. sub Δελφοί.
Spanish (DGE)
-ίδος
• Alolema(s): beoc. Βελφίς IG 7.619
I délfica, de Delfos, γυνή E.Io 92, μέλισσα Pi.P.4.60, πόλις E.Io 665, Βάκχαι Ar.Nu.605, γῆ E.Andr.1167, πέτρα S.OT 464, E.Andr.998, cf. Ba.306, Theoc.Ep.1.4, Nonn.D.13.122, δραχμαί CID 1.8.3 (Delfos V/IV a.C.), φάμα AP 7.154, Πυθώ Nonn.D.2.698, πεύκη Nonn.D.36.85, βοῦς Nonn.D.5.5.
II subst. Délfide
1 ὁ Δ. un mindio, Theoc.2.21.
2 ἡ Δ. una hija de Eudoxo de Cnido, D.L.8.88.
3 ἡ Δ. (sc. χώρα) el territorio de Delfos, SIG 534.16 (Delfos III a.C.), FD 4.175.16 (III a.C.).
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
de Delphes.
Étymologie: Δελφοί.
English (Slater)
Δελφίς f. adj. Delphic μελίσσας Δελφίδος v. μέλισσα (P. 4.60)
Russian (Dvoretsky)
Δελφίς: ίδος adj. f дельфийская (μέλισσα Pind.; πέτρα Soph., Eur.).