οἰκούριος

Revision as of 13:05, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

English (LSJ)

α, ον,

   A of or for housekeeping : hence οἰκούρια (sc. δῶρα), τά, wages, reward for keeping the house, S.Tr.542.    II keeping within doors : οἰκούρια toys to keep children within doors, to amuse them in their mother's absence, Hsch., Eust.1423.3 ; ἑταῖραι οἰκόριαι (Dor. for οἰκούριαι) female house-mates, Pi.P.9.19.

German (Pape)

[Seite 303] zum Hauswächter gehörig; οἰκούρια, Soph. Trach. 539, Lohn für die Hausbewachung. Nach VLL. auch Spielsachen, welche die Mütter, wenn sie das Haus verlassen, den Kindern geben, damit sie ruhig bleiben. Vgl. auch das dor. οἰκόριος oben.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκούριος: -ον, ὡσαύτως, -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν τοῦ οἴκου ἐπιμέλειαν· ἐντεῦθεν οἰκούρια (ἐξυπ. δῶρα), τά, μισθός, ἀμοιβὴ διὰ τὴν τοῦ οἴκου ἐπιμέλειαν, τοιάδ’ Ἡρακλῆς... οἰκούρι’ ἀντέπεμψε τοῦ μακροῦ χρόνου, «εὐχαριστήρια τῆς πολυχρονίου ἡμῶν οἰκουρίας» (Σχόλ.), Σοφ. Τρ. 542. ΙΙ. οἰκούρια, παιγνίδια δι’ ὧν τὰ παιδία παρακινοῦνται να μένωσιν ἐντὸς τοῦ οἴκου καὶ διασκεδάζωσι κατὰ τὴν ἀπουσίαν τῆς μητρὸς των, Εὐστ. 1423. 3· «τὰ ὑπὸ τῶν μητέρων προσφερόμενα τοῖς νηπίοις παίγνια» Ἡσύχ.· ἑταῖραι οἰκόριαι (Δωρ. ἀντὶ τοῦ οἰκούριαι), θήλειαι σύντροφοι, φίλαι ἢ θεράπαιναι, Πινδ. Π. 9. 35.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne la garde d’une maison ; τὰ οἰκούρια (δῶρα) SOPH le salaire pour la garde d’une maison.
Étymologie: οἰκουρός.