ἀγάλαξ
From LSJ
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
English (LSJ)
ακτος, ὁ, ἡ, = foreg. 1, only in pl. ἀγάλακτες, Call.Ap. 52. II = foreg. 11, Hsch., Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγάλαξ: ακτος, ὁ, ἡ· = τῷ προηγ. (σημασ. Ι.), ἀπαντᾷ δὲ μόνον κατὰ πληθ. ἀγάλακτες, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 52. ΙΙ = τῷ προηγ. ΙΙ. Ἡσύχ. Σουΐδ.