ἀγρεύσιμος
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
η, ον,
A easy to catch, Sch.S.Ph.863.
German (Pape)
[Seite 22] ον, leicht zu fangen, Schel. Soph. Phil. 876.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρεύσιμος: -η, -ον, ὁ εὐκόλως ἀγρευόμενος, Σχόλ. Σοφ. Φ. 863.