ἁγιοπρεπής
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
German (Pape)
[Seite 14] ές, dem Heiligen geziemend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἁγιοπρεπής: -ές, ὁ ἁρμόζων εἰς ἅγιον. ― Ἐπίρρ. -πῶς. ― Οὐσιασ. -πρέπεια, Ἐκκλ.