ἀδιάπτωτος
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
ον,
A infallible, Hp.Decent.12, S.E.M.7.110; ἀρχὴ ἀ. τῇ πόλει PRyl.77.46 (ii A.D.). Adv. -τως Plb.6.26.4, cf. Stoic.3.69; unerringly, of archers, Hld.9.18. 2 faultless, of writers, Longin. 33.5; τὸ ἀ. perfection of style, Id.36.4; φράσις Diog.Bab.Stoic.3.214; προφορά D.T.629.12. 3 Gramm., not using cases at random, A.D.Pron.109.23. b uninflected, EM643.47.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάπτωτος: -ον, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς σφάλμα, ἀδιάπταιστος, Ἱππ. 1283. 21, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 110: - Ἐπίρρ. -τως, Πολύβ. β. 26, 4· ἀναμαρτήτως, ἐπιτυχῶς, ἐπὶ τοξοτῶν, Ἡλιοδ. 9. 18. 2) ἀναμάρτητος, ἄμεμπτος, ἐπὶ συγγραφέων, Λογγῖν. 33. 5: - τὸ ἀδιάπτωτον, τὸ τέλειον, ἐπὶ ὕφους, ὁ αὐτ. 36. 4.