στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Full diacritics: αἰνογένειος | Medium diacritics: αἰνογένειος | Low diacritics: αινογένειος | Capitals: ΑΙΝΟΓΕΝΕΙΟΣ |
Transliteration A: ainogéneios | Transliteration B: ainogeneios | Transliteration C: ainogeneios | Beta Code: ai)noge/neios |
ον,
A with dreadful jaws, Call. Del.92.
αἰνογένειος: -ον, ἔχων φοβερὰς σιαγόνας, Καλλ. εἰς Δῆλ. 92.