ἀνεξερεύνητος
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
(Hellenistic ἀνεξεραύν-), ον,
A not to be searched out, Heraclit.18, Ep.Rom.11.33, D.C.69.14.
German (Pape)
[Seite 223] nicht auszuspüren, verborgen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξερεύνητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐξερευνήσῃ, Ἡράκλειτ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 437, Δίων Κ. 69. 14. - Ἐπίρρ. -τως Ἀνδρέας Κρήτ. σ. 31.