ἄνηστις

Revision as of 11:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A = νῆστις, A.Fr.258A, Cratin.45.

German (Pape)

[Seite 230] εως, = νῆστις, nüchtern, Cratin. in B. A. 402.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνηστις: ὁ, ἡ, = νῆστις, «ὅτι τὸ ἄνηστιςνῆστις πλεονασμῷ τοῦ α, ὡς στάχυς ἄσταχυς παρὰ Κρατίνῳ κεῖται, ‘οὐ γάρ τοι σύγε πρῶτος [[[ἄκλητος]]] φοιτᾷς ἐπὶ δεῖπνον ἄνηστις’» Ἀθήν. 2. 47Α (Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ»): πρβλ. νώνυμος ἀνώνυμος, νήνεμος ἀνήνεμος, νήριθμος ἀνήριθμος· ἴδε Α. Β. 402. 32 καὶ Σουΐδ. ὅστις ἀναφέρει καὶ τὴν ἀντίθετον σημασίαν: «ὁ μὴ γεγευμένος», ἀλλ’ ἀμάρτυρον.