νώνυμος
Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν → Perhibere vera semper ingenuum decet → Die Wahrheit sagen ist des freien Mannes Art
English (LSJ)
in Ep.also νώνυμνος (so in a metrical epitaph, BCH36.230 (Rhodes, iii B. C.)), ον,
A (n(è)-, ὄνυμα, ὄνομα) nameless, inglorious, νωνύμνους ἀπολέσθαι ἀπ' Ἄργεος Il.12.70; γενεήν γε θεοὶ νώνυμνον ὀπίσσω θῆκαν Od. 1.222, cf. 14.182, Hes.Op.154, Pi.O.10(11).51, A.Pers.1003 (lyr.), S.El.1084 (lyr.), Lyr.Adesp.123B.
2 unnamed, i.e. lacking ὄνομα, Democr.26.
II Act., not naming, Call.Aet.Oxy.2080.57 (nisi leg. οὐδεμιῇ… νωνυμνί (or νωνῠμ-νεί), without being named): c. gen., Σαπφοῦς νώνυμος without naming Sappho, i.e. without knowledge of her, AP7.17 (Tull. Laur.).
German (Pape)
[Seite 273] (νη – ὄνομα), namenlos, d. i. ruhmlos, unberühmt; Od. 13, 239. 14, 182 (vgl. auch das Vorige); auch Tragg., wie Aesch. Pers. 964; Soph. οὐδεὶς τῶν ἀγαθῶν εὔκλειαν αἰσχῦναι θέλει νώνυμος, El. 1073; – Tull. Laur. 3 (VII, 17) vrbdt οὐδέ τις ἔσται τῆς λυρικῆς Σαπφοῦς νώνυμος ἠέλιος, wird ohne den Namen der Sappho, ihrer uneingedenk sein.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans nom, sans gloire.
Étymologie: νη-, ὄνομα.
Russian (Dvoretsky)
νώνῠμος:
1 неизвестный, безвестный Hom., Aesch., Soph.;
2 не ведающий, не знающий: οὐδέ τις ἔσται τῆς Σαπφοῦς ν. ἠέλιος Anth. и не будет такого дня, который не помнил бы о Сапфо.
Greek (Liddell-Scott)
νώνῠμος: -ον, (νη-, ὄνυμα, ὄνομα) μὴ ἔχων ὄνομα, ἀνώνυμος, ἄγνωστος, ἀκλεής, ἀφανής, ἄδοξος, ἄσημος, Ὀδ. Ν. 239., Ξ. 182 (πρβλ. νώνυμνος), Αἰσχύλ. Πέρσ. 1003, Σοφ. Ἠλ. 1084. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νώνυμος· ἀνώνυμος. δύσφημος. ὃν οὐκ ἄν τις εὔφημον εἴποι, ἀλλὰ δυστυχῆ». ΙΙ. μετὰ γεν., Σαπφοῦς νώνυμος, ὁ ἄνευ τοῦ ὀνόματος τῆς Σαπφοῦς, δηλ. χωρὶς τῆς γνώσεως αὐτῆς, Ἀνθ. Π. 7. 17.
English (Autenrieth)
and νώνυμνος (νη-, ὄνομα): nameless, inglorious.
Greek Monolingual
νώνυμ(ν)ος, -ον (Α)
1. ανώνυμος, αφανής, άσημος («γενεήν γε θεοὶ νώνυμον ὀπίσσω θῆκαν», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που δεν έχει όνομα, ανώνυμος
3. αυτός που αγνοεί το όνομα κάποιου («οὐδέ τις ἔσται τῆς λυρικῆς Σαπφοῦς νώνυμος ἠέλιος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νώνυμος < στερητ. πρόθημα νη- + -ώνυμος (< όνυμα, αιολ. τ. του όνομα), πρβλ. αν-ώνυμος. Ο τ. νώνυμνος είναι επικός και χρησιμοποιείται όταν για μετρικούς λόγους η παραλήγουσα πρέπει να είναι μακρά (πρβλ. δίδυμος— δίδυμνος, απάλαμος—απάλαμνος). Το -ω-τών τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
νώνῠμος: -ον (νη-, ὄνυμα, Αιολ. αντί ὄνομα)·
I. ανώνυμος, άγνωστος, άσημος, άδοξος, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ., Σοφ.
II. με γεν., Σαπφοῦς νώνυμος, αυτός που δεν έχει το όνομα της Σαπφούς, δηλ. δεν τη γνωρίζει, σε Ανθ.
Middle Liddell
νώνῠμος, ον, [νη-, ὄνυμα, aeolic for ὄνομα
I. nameless, unknown, inglorious, Od., Aesch., Soph.
II. c. gen., Σαπφοῦς νώνυμος without the name of Sappho, i. e. without knowledge of her, Anth.